- σταυροπηγιακό μοναστήρι
- σταυροπηγιακό μοναστήρι τοставропигиальный монастырь – монастырь, находящийся непосредственно под управлением патриарха и пользующийся многими правами
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Βαζωλών, μονή — Πατριαρχικό σταυροπηγιακό μοναστήρι του Πόντου στο όνομα του Ιωάννη του Πρόδρομου του Βαζελών, που βρισκόταν κοντά στην Τραπεζούντα. Το όνομα Βαζελών είναι νεότερο και προήλθε πιθανώς από το αρχαιότερο Ζαβουλών. Κατά την παράδοση, η μονή είναι… … Dictionary of Greek